πρωτοετής

πρωτοετής
ης, ες:

πρωτοετής (φοιτητής) — первокурсник


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρωτοετής" в других словарях:

  • πρωτοετής — ές, Ν 1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολή («πρωτοετής φοιτητής τής ιατρικής») 2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ετής (< έτος), πρβλ. δευτερο ετής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που βρίσκεται στο πρώτο έτος σπουδών. 2. για μαθητές, αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μια τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»